Διαβάζοντας αποσπάσματα από την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, διαπιστώνω πώς, χρόνια μετά, οι προτροπές του μεγάλου διανοητή παραμένουν διαχρονικές αξίες ζωής… Και επειδή, όπως πολλοί κατά καιρούς έχουν επισημάνει, η κρίση που διανύουμε σήμερα δεν είναι κατά κύριο λόγο οικονομική, αλλά αξιακή, χρήσιμο είναι επιτέλους να υψωθούμε πάνω από τη νωθρότητα – πνευματική και ηθική- που αφήσαμε να μας κατακλύσει. Ορισμένοι, αρκετά εφησυχάσαμε, αρκετά νιώσαμε βολεμένοι, αρκετά χορτάσαμε ύλη… Και τώρα, εμάς, τους μερικούς, τους εξόριστους από τον παράδεισο της αφθονίας, τι μας απέμεινε παρά προτροπές να ξαναβρούμε το βήμα μας.
Τούτη είναι η εποχή μας. Καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε.
Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν. O νους: Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων, χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει! Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου. Και μάχουμαι πώς να γνέψω στους συντρόφους, να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω ένα σύνθημα, σα συνωμότης, να τους πω κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.
Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματό μας. Εμείς είμαστε οι αφέντες. Το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας. Παλεύουμε μέσα στη δίψα και στο μόχτο μας, μεθυσμένοι από το μελλούμενο κρασί.
Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω. Να ΄σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Να ζητάς το αδύνατο, σαν τους ερωτεμένους. Να πολεμάς τους άπιστους. Άπιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι. Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!
Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός, την κοίτη όπου θα μπει και θα οδέψει ο ποταμός των απόγονων. Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει. Δεν είμαι ένας! Μονάχα εκείνος με τ’ όραμα τούτο λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του… Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια.
Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια. Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος.
Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Η εποχή μας δεν είναι στιγμή ισορρόπησης… Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε τους οχτρούς, κιντυνεύουμε μέσα στο χάος, πνιγόμαστε. Δε χωρούμε πια στις παλιές αρετές κι ελπίδες, στις παλιές θεωρίες και πράξες.
Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.»
Read more: http://www.neolaia.gr/2012/11/14/protropes-kazantzaki/#ixzz2CE8wB3BB