Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Σενάριο ζωής


Είμαι ξανά εδώ, αλλά στην ουσία απουσιάζω…
Περιφέρομαι αφηρημένη, με το βλέμμα επικεντρωμένο στο πουθενά… Ναι, το ξέρω, θα με ρωτήσετε γιατί, αλλά δεν μπορώ ν’ απαντήσω. Ίσως δεν θέλω κιόλας. Ένας κόμπος έχει δέσει τη φωνή μου, πολλά «γιατί» έχουν μπερδέψει τη σκέψη μου. Για μέρες τώρα, απλά παρατηρώ αυτά που συμβαίνουν γύρω μου. Μια κοινωνία αλλόκοτη. Μια κοινωνία πικρόχολα αστεία. Πώς την καταντήσαμε έτσι;
Κι είναι, ωστόσο, τόση η απόγνωση που μπορεί κανείς να αισθανθεί γύρω του, αυτές τις δύσκολες και μουντές μέρες…
Πρόσωπα πικραμένα, πρόσωπα οργισμένα,
κι άλλα, ήδη παραιτημένα.
Κραυγές αγωνίας, κραυγές παραληρήματος,
κι άλλες, ήδη πνιγμένες στο σκοτάδι.
Πορείες με βήματα βαριά, πορείες απέναντι σ’ «οδοφράγματα»,
κι άλλες, ήδη σ’ εκτροχιασμό.
Κι ανάμεσα όλων αυτών, ένα μέλλον να διαγράφεται ήδη χωρίς το παρόν…
Κι εγώ;
Να ‘μαι σήμερα εδώ,
δίχως καν να έχω ρωτηθεί το γιατί,
ενώπιον μιας πλοκής που δεν είχα μόλις εγώ σχεδιάσει.
Ανέτοιμη ακόμα και να υποστηρίξω,
έστω υπάκουα και μόνο,
τον υποτιθέμενο ρόλο μου.
Κι όμως,
φοβάμαι ότι γρήγορα το «κοινό» μου θα καταλάβει
όταν θα με δει να εγκαταλείπω ατάκτως αυτή τη σκηνή,
λαχταρώντας ξανά να μεταπηδήσω σε άλλη.
Όχι, δεν θέλω να χωρέσω σ’ αυτό το σενάριο.
Το βρίσκω βεβιασμένα σύντομο,
προκλητικά αδιάφορο και εξωφρενικά πληκτικό.
Πολύ φτωχό για να καλύψει μια ολόκληρη ζωή.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Ψύχος...


Με φοβερή παγωνιά ξεκίνησαν τα σχολεία το 2013. Τσουχτερό το κρύο στις αίθουσες. Χέρια και πόδια κοκκαλωμένα. Ούτε λόγος ακόμα και για στοιχειώδη θέρμανση. Κάθεσαι στο θρανίο και δεν μπορείς να απολαύσεις τη θέα του χιονιού που πέφτει πυκνό έξω από τα παράθυρα. Η θαλπωρή που άφηναν ενίοτε οι άσπρες νιφάδες στα μάτια μας ανήκει πλέον σε αλλοτινές εποχές. Τώρα ακόμα και η μαγεία του χιονιού διαλύεται αυτόματα. Προσγειώνεται και αυτή στη δύσκολη πραγματικότητα που, όπως μας λένε, πρέπει να περάσουμε. Δεν υπάρχουν λεφτά για πετρέλαιο. Πρέπει να σώσουμε την οικονομία μας, λένε…
Ψύχος παντού… Ίσως και στις καρδιές μας. Μήπως έχουμε συνηθίσει ήδη πολύ στο «ψύχος»; Μήπως οι αντοχές μας και οι αμυνές μας σιγά σιγά αρχίζουν να γιγαντώνονται; Μήπως οι ευαισθησίες μας λίγο λίγο αρχίζουν να χάνονται;
Έξω χιονίζει και μέσα στην τάξη έχω βάλει τους μαθητές μου να γραψούν ένα γράμμα που θα το έδιναν υποθετικά στους «μεγάλους», για να τους πουν τι επιτέλους σκέφτονται, σε τι επιτέλους ελπίζουν, τι επιτέλους τους πληγώνει. Μια μαθήτρια τελειώνει πρώτη και μου το δίνει. Το βιαστικό μου βλέμμα πέφτει πάνω σε σκόρπιες φράσεις: «Αγαπητέ δάσκαλε, με βλέπεις αφηρημένη και αμέσως μου βάζεις τις φωνές για να προσέξω το μάθημά σου. Γιατί δεν με πλησιάζεις λίγο να με ρωτήσεις τι νιώθω; Γιατί δεν βάζεις για λίγο στην άκρη τη ψυχρότητα που σου επιβάλλει η δουλειά σου; Γιατί δεν δίνεις λίγο από τη ζεστασιά σου; Μήπως γιατί δεν σου έχει μείνει καθόλου απ’ αυτή; Δεν ξέρεις καν τα όνειρά μου. Ονειρεύομαι έναν κόσμο χωρίς απάτη, ψέμα και εκμετάλλευση. Με ακούς; Εσύ που το παίζεις ηθικός και μορφωμένος δεν βλέπεις τι μίζερη ζωή ζούμε; Ή μήπως βλέπεις και κάνεις ότι δεν βλέπεις; Νομίζει ότι μπορείς να μας κοροιδέψεις; Σταμάτα να με κοιτάζεις με αυτό το παγερό ύφος που μου προκαλεί οίκτο…». Αφήνω το χαρτί γιατί έχω μουδιάσει. Και δεν είναι από το κρύο τώρα πια.
Έρχεται ένας άλλος μαθητής και μου δίνει την κόλλα του. «Αγαπητέ πατέρα, μέσα από αυτό το γράμμα θέλω να σου εκφράσω τα συναισθήματά μου. Δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να σε κοιτάξω και να μιλήσω απέναντί σου γι’ αυτά. Θα ήθελα να μου δίνεις περισσότερη σημασία όταν γυρνάς στο σπίτι από τη δουλειά. Δεν έχεις καταλάβει πόσο ευαίσθητος είμαι. Νομίζεις πως είμαι δυνατός γιατί με βλέπεις να γελάω και να διασκεδάζω. Μέσα μου όμως κλαίω και έχω απέραντη μοναξιά. Το ξέρω ότι τα προβλήματά σου σε κάνουν να είσαι στον κόσμο σου, αλλά εάν δεν ενδιαφερθείς εσύ, τώρα που σε έχω ανάγκη, ποιος θα νοιαστεί και για τον δικό μου κόσμο;» Ανατριχιάζω και νομίζω πως μόνο εάν φορέσω τα γάντια μου θα συνέλθω…
Τέλος, διαβάζω στα πεταχτά, γιατί η ώρα έχει περάσει και θα χτυπήσει το κουδούνι, το γράμμα που μου άφησε στην έδρα ο τελευταίος: «Αγαπητέ υπουργέ, το κράτος πρέπει να αρχίσει και αυτό να μας σκέφτεται, οπώς ζητάει και από εμάς να το σκεφτόμαστε. Δεν νομίζω εσείς ή κανένας άλλος συνάδελφός σας τώρα στη Βουλή να προσπαθεί να γράψει με ξυλιασμένα τα χέρια του από το κρύο, όπως μου ζητάνε να γράψω εγώ τώρα. Επειδή εσείς όλοι είστε στην εξουσία, την έχετε δει μάγκες;» Ευτυχώς ο τελευταίος ό,τι είχε να πει το είπε σύντομα, γιατί λίγο ακόμα και θα άρχιζα και εγώ να τρέμω.